- κατασπασμος
- κατασπασμόςκατα-σπασμόςὅ1) тяготение вниз, опускание
(τῶν ὑγρῶν Plut.)
2) pl. подавленное состояние духа, угнетенность Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν ὑγρῶν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατασπασμός — κατασπασμός, ὁ (Α) [κατασπώ] 1. ιατρ. τάση, ώθηση, πίεση προς τα κάτω 2. έκκριση 3. (για κτίσματα) κατεδάφιση, γκρέμισμα 4. (για δέντρα) συλλογή καρπών 5. μουσ. το χαμήλωμα τής έντασης τής φωνής ή τού ήχου 6. κατάπτωση, αθυμία … Dictionary of Greek
κατασπασμός — pulling down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπασμοί — κατασπασμός pulling down masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπασμοῦ — κατασπασμός pulling down masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπασμῷ — κατασπασμός pulling down masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπασμόν — κατασπασμός pulling down masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασπασμικός — κατασπασμικός, ή, όν (Α) [κατασπασμός] (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών … Dictionary of Greek
τειχάριον — το, Α [τεῖχος] μικρό, χαμηλό τείχος («κατασπασμὸς τειχαρίων παλαιῶν», πάπ.) … Dictionary of Greek